- δει
- (AM δεῑ)(απρόσ. ρήμα) Ι. φρ.1. «πολλοῡ δεῑ», «πολλοῡ γε καὶ δεῑ» — απέχει πολύ, είναι πολύ μακριά από το να..., κατ' ουδένα τρόπο2. «ὀλίγου ή μικροῡ δεῑ ή ἐδέησε» — παρά λίγο, λίγο έλειψε να...νεοελλ.φρ. «εδέησε να...» — κατορθώθηκε επιτέλους να...αρχ.1. είναι ανάγκη, πρέπει να... (α. «τί δὲ δεῑ πολεμιζέμεναι... Ἀργείους;» γιατί πρέπει να πολεμούν οι Αργείοι; β. «δεῑ σ' ὅπως δείξεις» — πρέπει να αποδείξεις)2. υπάρχει ανάγκη, χρειάζεται, λείπει κάτι (α. «δεῑ χρημάτων» β. «εἴ τι δέοι τῷ χορῷ» — αν έχει κάποια ανάγκη, κάποια έλλειψη ο χορός)II. μέσ. δεῑται1. υπάρχει ανάγκη για κάτι («ὅσων δέοιτο»)2. πρέπει να γίνει κάτι («τὴν γλῶσσαν ἐκτεμεῑν δεῑται»)III. 1. (ουδ. μτχ. ενεστ.) δέονείναι αναγκαίο, πρέπει να... («δέον νὰ ὕπακούσῃ τοὺς ἀνωτέρους του», «ὅταν ὀρχεῑσθαι... δέον αὐτούς» — όταν πρέπει να χορέψουν)2. (ουδ. μτχ. ενεστ. με το άρθρο) α) (μτχ. ενεστ.) δέων, δέουσα δέονο πρέπων, ο αρμόζων, ο ταιριαστόςβ) εν. το δέοναυτό που πρέπει να γίνειαρχ.φρ.1. «οὐδὲν δέον» — ενώ δεν υπήρχε καμιά ανάγκη, χωρίς κανένα λόγο2. «οὐκ ἀπήντα, δέον» — δεν εμφανίστηκε στο δικαστήριο, αν κι έπρεπε να τό κάνεινεοελλ.φρ.1. «ἐν καιρῷ τῷ δέοντι» — στην κατάλληλη στιγμή2. «να ενεργήσετε τα δέοντα» ή «να προβήτε εις τας δέουσας ενεργείας» — να εφαρμόσετε την καθορισμένη διοικητική διαδικασία3. «τα δέοντα στον τάδε» ή «να διαβιβάσετε, να υποβάλετε τα δέοντα» — να δώσετε τους χαιρετισμούς, τα σέβη σε κάποιον.[ΕΤΥΜΟΛ. Το δει είναι απρόσωπη χρήση τού δέω, δέομαι* «στερούμαι, χρειάζομαι, έχω ανάγκη» και απαντά για πρώτη φορά στον Όμηρο (Ιλ. Ι, 337). Σημασιολογικώς βρίσκεται εγγύτερα προς τα ανάγκη, ένδεια, ενώ υπερτερεί σε χρήση έναντι τού συνώνυμού του χρη, το οποίο αναφέρεται περισσότερο στη χρησιμότητα, στο πρέπον].
Dictionary of Greek. 2013.